- ποιότητα
- η / ποιότης, -ητος, ΝΜΑ, και ποιότη Ν [ποιός]η φύση ενός πράγματος κατά την αξία του και σε αντιδιαστολή προς την ποσότητα, η εσωτερική του υπόσταση, το ποιόν (α. «εμπόρευμα κακής ποιότητας» β. «κρασί εξαιρετικής ποιότητας» γ. «ποιότης τρυγός», Γεωπ.)2. (φιλοσ.) α) (με γενική σημ.) κάθε ιδιότητα είτε αυτή ανήκει στην ουσία ενός πράγματος είτε αποδίδεται επιπρόσθετα σ' αυτήνβ) (ως ειδική κατηγορία) εσωτερικός απόλυτος προσδιορισμός τής ουσίας, προσδιορισμός τής ουσίας σε σχέση με αυτήν την ίδια και όχι σε σχέση με κάτι άλλονεοελλ.1. εμπόρευμα που διακρίνεται από ένα ομοειδές του χάρη στις ιδιότητές του (α. «πρώτη ποιότητα» β. «δεύτερη ποιότητα»)2. (βυζ. μουσ.) τρόπος εκτέλεσης που ομορφαίνει το μέλος3. φρ. α) «απόκρυφες ποιότητες»(στη σχολαστική φιλοσ.) αυθύπαρκτες ιδιότητες που επιτρέπουν την εξήγηση ορισμένων φυσικών φαινομένων, όπως λ.χ. τού μαγνητισμούβ) «αντικειμενικές ποιότητες»(κατά τον Γαλιλαίο και τον Καρτέσιο) οι ιδιότητες που έχουν εξ αντικειμένου τα πράγματα, όπως είναι λ.χ. το σχήμα, το μέγεθος, η κίνησηγ) «υποκειμενικές ποιότητες»(κατά τον Γαλιλαίο και τον Καρτέσιο) ποιότητες που συνδέονται με την αισθητηριακή ικανότητα τού ανθρώπου, όπως είναι λ.χ. το χρώμα, ο ήχος, η γεύσηδ) «πρώτες [ή πρώτιστες ή αρχικές] ποιότητες» — όρος που χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τη σχολαστική φιλοσοφία και αργότερα από τον Λοκ και άλλους φιλοσόφους προς διάκριση τών θεωρούμενων ως βασικών ποιοτήτων, αδιαχώριστων από την ιδέα τής ύλης και ενυπαρχουσών στα σώματα, από τις λεγόμενες δεύτερες ή δευτερεύουσες ποιότητες, οι οποίες απορρέουν από τις πρώτες και δεν ενυπάρχουν στα σώματααρχ.1. το μέγεθος2. ο όγκος.
Dictionary of Greek. 2013.